- προκατοδύρομαι
- προκατ-οδύρομαι [ῡ],A lament beforehand,
τὴν ἐσομένην συμφοράν D.S.37.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν ἐσομένην συμφοράν D.S.37.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατοδύρομαι — Α οδύρομαι, θρηνώ εκ τών προτέρων («τὴν ἐσομένην συμφοράν προκατοδύρεσθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοδύρομαι «θρηνώ πάρα πολύ»] … Dictionary of Greek